- κολοβανθής
- -ές (Α κολοβανθής και κολοβοανθής, -ές)αυτός που έχει κολοβά άνθη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκ-ανθής, φιλ-ανθής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολοβανθῆ — κολοβανθής bearing stunted neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κολοβανθής bearing stunted masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κολοβανθής bearing stunted masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
κολοβοανθής — κολοβοανθής, ές (Α) βλ. κολοβανθής … Dictionary of Greek
κολοβός — (Colobus). Γένος πιθήκων της υποοικογένειας των κολοβινών. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 43 έως 70 εκ. και της ουράς τους από 55 έως 90 εκ. Έχουν λεπτό τρίχωμα σαν μετάξι με χρώμα που ποικίλλει. Η μύτη τους προεξέχει και το διάφραγμά… … Dictionary of Greek